- γυμνιστής
- οθηλ. -ρια οπαδός του γυμνισμού: Κολυμπήσαμε σε παραλία γυμνιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυμνιστής — ο (θηλ. γυμνίστρια, η) οπαδός τού γυμνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)] … Dictionary of Greek
γυμνοκράτης — ο οπαδός τής γυμνοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνιστής] … Dictionary of Greek